Γράφει ο Εμμανουήλ Ζαμπέτας
Οι οίκοι αξιολόγησης έχουν μία ιστορία ενός περίπου αιώνα. Η Moody’s που είναι και ο παλαιότερος οίκος δημιουργήθηκε πριν από 100 χρόνια
στην Αμερική, ενώ κατασκευαζόταν το τεράστιο σιδηροδρομικό της δίκτυο. Τότε, ένας πολύ έξυπνος χρηματοοικονομικός αναλυτής,
ο John Moody, κατάλαβε ότι θα υπήρχε πρόβλημα στη χρηματοδότηση των κατασκευαστικών εταιρειών, με τεράστια για την εποχή ποσά,
και δημιούργησε το 1909 την πρώτη εταιρεία αξιολόγησης πιστωτικών κινδύνων. Μια εταιρεία που υπολογίζει, δηλαδή, τη δυνατότητα
κάποιου να αποπληρώσει ένα δάνειο.
Ακριβώς δέκα χρόνια μετά, μπήκε στην ίδια αγορά η Standard Statistics (σημερινή Standard & Poor’s) και ακολούθησε το 1924 η Fitch, με
συνέπεια να δημιουργηθεί ένα ιδιότυπο παγκόσμιο ολιγοπώλιο τριών εταιρειών που κατέχει σήμερα το 95% της παγκόσμιας αγοράς αξιολόγησης
επενδυτικών προϊόντων.
Το σύστημα τους λειτουργεί πολύ απλά, αξιολογώντας τα επενδυτικά προϊόντα με γράμματα του αλφαβήτου (ABC).
Για την αγορά ενός επενδυτικού προϊόντος αξίας 1.000.000 ευρώ, με αξιολόγηση «ΑΑΑ», η τράπεζα υποχρεώνεται να κατέχει ίδια κεφάλαια
ύψους μόλις 5.600 ευρώ για να θεωρείται διασφαλισμένη η επένδυσή της. Εάν όμως για οποιονδήποτε λόγο, η Fitch, η Moody’s ή η S&P’s
αποφασίσει να ρίξει το προϊόν στο «Ba1», τότε η τράπεζα πρέπει να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά της για το ίδιο προϊόν στις 200.000 ευρώ.
Αν, ακόμη χειρότερα, πάει στο «C», τότε πρέπει να διαθέτει το ίδιο ποσό, δηλαδή 1 εκατ. ευρώ!
Αντιλαμβάνεται κανείς πολύ εύκολα τι σημαίνει αυτό για μία ολόκληρη χώρα που εκδίδει κρατικά ομόλογα και βγαίνει να τα πουλήσει στις αγορές.
Ποιος θα αγοράσει κρατικά ομόλογα της Ελλάδας, τα οποία μέσα σε ελάχιστους μήνες έχουν χάσει δύο ή και τρεις βαθμίδες
και, άρα, για να είναι εξασφαλισμένος θα πρέπει να πολλαπλασιάσει τα ιδία κεφάλαιά του; Ουδείς.
Κάτι αντίστοιχο με την Ελλάδα συνέβη προχθές και με την Ισπανία.
Η δύναμη που διαθέτουν οι εν λόγω οργανισμοί είναι ανυπολόγιστη, αφού μπορούν σε μία νυκτί να καταστρέψουν μία εταιρεία, μία τράπεζα ακόμη
και μία ολόκληρη χώρα ή ένα νόμισμα.
Πολλοί θεωρούν ότι οι «τρεις οίκοι» είναι υπεύθυνοι για την οικονομική κρίση του 2008 στις ΗΠΑ, επειδή βαθμολογούσαν με ΑΑΑ άχρηστες
επενδύσεις, τα διάσημα πλέον δομημένα ομόλογα.
Όμως, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, κανείς δεν τολμούσε να αμφισβητήσει τις βαθμολογήσεις τους. Όταν η Standard & Poor’s έδινε ΑΑΑ σε
ένα ομόλογο ήταν σίγουρη επένδυση.
Το πρώτο μεγάλο λάθος που έκαναν ήταν το σκάνδαλο της Enron το 2002, όταν ο αμερικανικός ενεργειακός γίγαντας με την υψηλή βαθμολογία
χρεοκόπησε μέσα σε μία νύχτα και άφησε χιλιάδες εργαζόμενους στο δρόμο.
Ακολούθησαν δικαστικές μάχες, σαν αυτή που πρότειναν οι δέκα βουλευτές του ΠΑΣΟΚ. Όμως, η αμερικανική δικαιοσύνη δέχτηκε αυτό που
υποστήριξαν για την υπεράσπισή τους- και όλοι ξέραμε εξ αρχής. Ότι οι «τρεις» που ελέγχουν τη μοίρα των επενδύσεων ανά τον κόσμο
εκφράζουν μία υποκειμενική άποψη, στηριζόμενοι απλά στα στοιχεία που διαθέτουν. «Η Enron δεν τους αποκάλυπτε τα πάντα», ισχυρίστηκαν.
Ας μην ξεχνάμε δε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες προστατεύονται και από την πρώτη τροπολογία του Συντάγματος: την ελευθερία του λόγου!
Οι «τρεις μεγάλοι», μία μόλις ημέρα πριν την κατάρρευση (έκπληξη και πάλι) -της Lehman Brothers, στις 13 Σεπτεμβρίου
του 2008, της έδιναν εξαιρετικές βαθμολογίες- «Α», «Α2» και «Α+». Αντίστοιχες βαθμολογίες είχαν και άλλοι χρηματοπιστωτικοί
όμιλοι που βρέθηκαν πριν από τρία χρόνια στη δίνη του κυκλώνα: AIG, Bear Sterns, Merrill Lynch κτλ.
Όταν, όμως, κατάρρευσε η κτηματομεσιτική αγορά των ΗΠΑ ξεκίνησαν οι υποψίες για κερδοσκοπία και έφτασε το θέμα στο αμερικανικό
Κογκρέσο, ώστε να ξεκινήσει μία εκ βαθέων έρευνα για το ρόλο των τριών στην κολοσσιαία αγορά των «τοξικών επενδυτικών προϊόντων»,
τα οποία έριξαν τις ΗΠΑ σε βαθιά κρίση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 93% εκείνων των ομολόγων θεωρήθηκαν «σκουπίδια» και έπρεπε να αποσβεστούν ως ζημίες από τα χαρτοφυλάκια
των τραπεζών. Λίγο πριν, ήταν στην κατάταξη ΑΑΑ…
Οι κραταιοί οίκοι βρίσκονται εδώ και μήνες αντιμέτωποι και με σωρεία μηνύσεων από αμερικανικά συνταξιοδοτικά ταμεία, που εμπιστεύτηκαν
την κρίση τους και αγόρασαν τοξικά ομόλογα, με συνέπεια να έχουν χάσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια των ασφαλισμένων τους.
Όμως, το πιο πιθανό είναι να τους σώσει για ακόμη μία φορά «η ελευθερία του λόγου» και το γεγονός ότι εκφράζουν μία «υποκειμενική άποψη»
μίας ομάδας στελεχών που μελετά τα στοιχεία που διαθέτει.
Όλα τα παραπάνω δε σημαίνουν ότι η Ελλάδα δεν αξίζει τη χαμηλή της αξιολόγηση, καθώς δεν έχει προχωρήσει σε καμία διαρθρωτική αλλαγή,
δεν έχει μειώσει στο ελάχιστο τον υδροκέφαλο δημόσιο τομέα, δεν έχει καταργήσει ούτε έναν από τους δεκάδες άχρηστους οργανισμούς,
δεν έχει προχωρήσει στο άνοιγμα κανενός κλειστού επαγγέλματος (πλην των φορτηγών με καθεστώς ανοχής τα τρία! χρόνια).
Οι οίκοι αξιολόγησης έχουν μία ιστορία ενός περίπου αιώνα. Η Moody’s που είναι και ο παλαιότερος οίκος δημιουργήθηκε πριν από 100 χρόνια
στην Αμερική, ενώ κατασκευαζόταν το τεράστιο σιδηροδρομικό της δίκτυο. Τότε, ένας πολύ έξυπνος χρηματοοικονομικός αναλυτής,
ο John Moody, κατάλαβε ότι θα υπήρχε πρόβλημα στη χρηματοδότηση των κατασκευαστικών εταιρειών, με τεράστια για την εποχή ποσά,
και δημιούργησε το 1909 την πρώτη εταιρεία αξιολόγησης πιστωτικών κινδύνων. Μια εταιρεία που υπολογίζει, δηλαδή, τη δυνατότητα
κάποιου να αποπληρώσει ένα δάνειο.
Ακριβώς δέκα χρόνια μετά, μπήκε στην ίδια αγορά η Standard Statistics (σημερινή Standard & Poor’s) και ακολούθησε το 1924 η Fitch, με
συνέπεια να δημιουργηθεί ένα ιδιότυπο παγκόσμιο ολιγοπώλιο τριών εταιρειών που κατέχει σήμερα το 95% της παγκόσμιας αγοράς αξιολόγησης
επενδυτικών προϊόντων.
Το σύστημα τους λειτουργεί πολύ απλά, αξιολογώντας τα επενδυτικά προϊόντα με γράμματα του αλφαβήτου (ABC).
Για την αγορά ενός επενδυτικού προϊόντος αξίας 1.000.000 ευρώ, με αξιολόγηση «ΑΑΑ», η τράπεζα υποχρεώνεται να κατέχει ίδια κεφάλαια
ύψους μόλις 5.600 ευρώ για να θεωρείται διασφαλισμένη η επένδυσή της. Εάν όμως για οποιονδήποτε λόγο, η Fitch, η Moody’s ή η S&P’s
αποφασίσει να ρίξει το προϊόν στο «Ba1», τότε η τράπεζα πρέπει να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά της για το ίδιο προϊόν στις 200.000 ευρώ.
Αν, ακόμη χειρότερα, πάει στο «C», τότε πρέπει να διαθέτει το ίδιο ποσό, δηλαδή 1 εκατ. ευρώ!
Αντιλαμβάνεται κανείς πολύ εύκολα τι σημαίνει αυτό για μία ολόκληρη χώρα που εκδίδει κρατικά ομόλογα και βγαίνει να τα πουλήσει στις αγορές.
Ποιος θα αγοράσει κρατικά ομόλογα της Ελλάδας, τα οποία μέσα σε ελάχιστους μήνες έχουν χάσει δύο ή και τρεις βαθμίδες
και, άρα, για να είναι εξασφαλισμένος θα πρέπει να πολλαπλασιάσει τα ιδία κεφάλαιά του; Ουδείς.
Κάτι αντίστοιχο με την Ελλάδα συνέβη προχθές και με την Ισπανία.
Η δύναμη που διαθέτουν οι εν λόγω οργανισμοί είναι ανυπολόγιστη, αφού μπορούν σε μία νυκτί να καταστρέψουν μία εταιρεία, μία τράπεζα ακόμη
και μία ολόκληρη χώρα ή ένα νόμισμα.
Πολλοί θεωρούν ότι οι «τρεις οίκοι» είναι υπεύθυνοι για την οικονομική κρίση του 2008 στις ΗΠΑ, επειδή βαθμολογούσαν με ΑΑΑ άχρηστες
επενδύσεις, τα διάσημα πλέον δομημένα ομόλογα.
Όμως, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, κανείς δεν τολμούσε να αμφισβητήσει τις βαθμολογήσεις τους. Όταν η Standard & Poor’s έδινε ΑΑΑ σε
ένα ομόλογο ήταν σίγουρη επένδυση.
Το πρώτο μεγάλο λάθος που έκαναν ήταν το σκάνδαλο της Enron το 2002, όταν ο αμερικανικός ενεργειακός γίγαντας με την υψηλή βαθμολογία
χρεοκόπησε μέσα σε μία νύχτα και άφησε χιλιάδες εργαζόμενους στο δρόμο.
Ακολούθησαν δικαστικές μάχες, σαν αυτή που πρότειναν οι δέκα βουλευτές του ΠΑΣΟΚ. Όμως, η αμερικανική δικαιοσύνη δέχτηκε αυτό που
υποστήριξαν για την υπεράσπισή τους- και όλοι ξέραμε εξ αρχής. Ότι οι «τρεις» που ελέγχουν τη μοίρα των επενδύσεων ανά τον κόσμο
εκφράζουν μία υποκειμενική άποψη, στηριζόμενοι απλά στα στοιχεία που διαθέτουν. «Η Enron δεν τους αποκάλυπτε τα πάντα», ισχυρίστηκαν.
Ας μην ξεχνάμε δε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες προστατεύονται και από την πρώτη τροπολογία του Συντάγματος: την ελευθερία του λόγου!
Οι «τρεις μεγάλοι», μία μόλις ημέρα πριν την κατάρρευση (έκπληξη και πάλι) -της Lehman Brothers, στις 13 Σεπτεμβρίου
του 2008, της έδιναν εξαιρετικές βαθμολογίες- «Α», «Α2» και «Α+». Αντίστοιχες βαθμολογίες είχαν και άλλοι χρηματοπιστωτικοί
όμιλοι που βρέθηκαν πριν από τρία χρόνια στη δίνη του κυκλώνα: AIG, Bear Sterns, Merrill Lynch κτλ.
Όταν, όμως, κατάρρευσε η κτηματομεσιτική αγορά των ΗΠΑ ξεκίνησαν οι υποψίες για κερδοσκοπία και έφτασε το θέμα στο αμερικανικό
Κογκρέσο, ώστε να ξεκινήσει μία εκ βαθέων έρευνα για το ρόλο των τριών στην κολοσσιαία αγορά των «τοξικών επενδυτικών προϊόντων»,
τα οποία έριξαν τις ΗΠΑ σε βαθιά κρίση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 93% εκείνων των ομολόγων θεωρήθηκαν «σκουπίδια» και έπρεπε να αποσβεστούν ως ζημίες από τα χαρτοφυλάκια
των τραπεζών. Λίγο πριν, ήταν στην κατάταξη ΑΑΑ…
Οι κραταιοί οίκοι βρίσκονται εδώ και μήνες αντιμέτωποι και με σωρεία μηνύσεων από αμερικανικά συνταξιοδοτικά ταμεία, που εμπιστεύτηκαν
την κρίση τους και αγόρασαν τοξικά ομόλογα, με συνέπεια να έχουν χάσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια των ασφαλισμένων τους.
Όμως, το πιο πιθανό είναι να τους σώσει για ακόμη μία φορά «η ελευθερία του λόγου» και το γεγονός ότι εκφράζουν μία «υποκειμενική άποψη»
μίας ομάδας στελεχών που μελετά τα στοιχεία που διαθέτει.
Όλα τα παραπάνω δε σημαίνουν ότι η Ελλάδα δεν αξίζει τη χαμηλή της αξιολόγηση, καθώς δεν έχει προχωρήσει σε καμία διαρθρωτική αλλαγή,
δεν έχει μειώσει στο ελάχιστο τον υδροκέφαλο δημόσιο τομέα, δεν έχει καταργήσει ούτε έναν από τους δεκάδες άχρηστους οργανισμούς,
δεν έχει προχωρήσει στο άνοιγμα κανενός κλειστού επαγγέλματος (πλην των φορτηγών με καθεστώς ανοχής τα τρία! χρόνια).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου