Της Χριστίνας Κυριακάτη
Ο έφηβος Θοδωρής, που πρωταγωνιστεί στον «Νοματαίο» του Βασίλη Κουνέλη, αφηγείται την εμπειρία του καθώς εισέρχεται στην ενηλικίωση και συνειδητοποιεί τη δομή της κοινωνίας που τον περιβάλλει. Προβληματισμοί και ξεσπάσματα από το Χαλάνδρι μέχρι την Αρκαδία, και ο πρώτος μεγάλος έρωτας που βρίσκει την ανταπόκριση στο Φεστιβάλ του Ρήγα στη Νέα Σμύρνη.
Τα κεφάλαια περνάν από προσωπικές αναζητήσεις και ονειρικούς συνειρμούς στην υιοθέτηση του λόγου ιστοριών που αφηγούνται άλλοι. Όπως το φοβερό αυτό αντικείμενο που μεταφέρει το λόγο, το τηλέφωνο, που συνδέει όλη τη παραδοξότητα της χώρας και της φαμίλιας, έτσι συνδέονται και οι άνθρωποι με τα γεγονότα μέσα στη μικρή ιστορία του οίκου αλλά και στη μεγάλη ιστορία της χώρας. Η Ιστορία επεμβαίνει μέσα στο χώρο των αφηγήσεων αυτών που τη βίωσαν και μεταφέρεται σαν μήνυμα ενός δικτύου που πρέπει να ερμηνευθεί: «Να σ’ την πω να τη γράψουμε την ιστορία με την Κύπρο» του λέει ο «Μαλάμης», με το αφηγημένο αίμα να στιγματίζει το μυαλό του εφήβου αλλά και του αναγνώστη.
Με αυθεντική εφηβική ματιά, λοιπόν, περιδιαβαίνει τη νέα πολιτικοκοινωνική ιστορία του έθνους, που δεν μας μάθανε στο σχολείο, μαζί με ό,τι μυθολογία απόμεινε στα στόματα των παλαιοτέρων γενεών. Το ’21, το ’12, το ’22, οι Μεγάλοι Πόλεμοι, Κατοχή, Εμφύλιος, Χούντα, Μεταπολίτευση και οι διακριτικές τραγικές ειρωνείες που δένουν τα σημεία αυτά. Το βιβλίο περισώζει λέξεις, ανθρώπους, συντροφιές, μουσικές και πλατείες, απ’ τον Κολοκοτρώνη και τ’ όνομα που κληρονόμησε ο πρωταγωνιστής, μέχρι τη γραφική γιαγιά, γεμάτη με την αρετή της απλότητας, τα τρυπημένα παπούτσια του αντάρτικου, τη Μπέλλου, τον Τσιτσάνη και τους τελευταίους μάγκες στο Σκοπευτήριο.
Σαν ποτάμι που μεταφέρει πλήθος από αντικείμενα, περνάν μπροστά απ' τα μάτια μας εφημερίδες, προκηρύξεις, αφίσες, βιβλία, τραγούδια, ονόματα, ημερομηνίες και θέατρα σκιών... Μα και τα ποιήματα κάποιου Βασίλη Κουνέλη θα διαβάσει ο Θοδωρής - εισβολή αλά Paul Auster του συγγραφέα σαλτιμπάγκου, που μας βγάζει τη γλώσσα και χάνεται στη γωνία. Στους στίχους του φαίνεται να χάσκει μια σεφερική μελαγχολική προειδοποίηση για την αποξένωση και τελική ηττοπάθεια του ιδιωτικού οράματος. Δεν είναι τελικά μόνο το ιστορικό παρελθόν που επεμβαίνει, γιατί στο παρόν του εφήβου συγχρόνως διαμορφώνεται και παρουσιάζεται το μέλλον της χώρας. Ο ηρωικός ρομαντισμός που ντύνει την ιστορία κάθε περασμένης επανάστασης, και εξιτάρει κάθε έφηβο, έρχεται σε διακριτική αντίθεση με τη νέα εποχή που αρχίζει να ξεγυμνώνεται από τα ιδανικά.. Αυτά τα ιδανικά θα αρνηθεί να αφήσει ο πρωταγωνιστής.
Με ευρηματικές παρομοιώσεις και ανεπιτήδευτη μουσικότητα το αισθαντικό μυαλό του εφήβου ξεπετιέται εντυπωσιασμένο πάνω από την επιφάνεια των πραγμάτων και τα γεγονότα γίνονται αιτία για μία ανοδική πορεία συνειρμών. Συνειρμών που φέρνουν και αυτά τα με τόση μαστοριά αποτυπωμένα φευγαλέα και σκοτεινά όνειρα της πένας του Κουνέλη, πνιγμένα στην ένταση της ερωτικής εποχής του ξυπνήματος. [Η ποιητικότητα και το υγρό στοιχείο της γραφής αναδεικνύουν το Οιδιπόδειο του εφήβου μέσα από λέξεις-εικόνες που γεννά η Μάνα στο μυαλό του παιδιού. Και ο πατέρας σαν εμπόδιο, συντηρητικός, με δημοκρατικά προσχήματα, και αυτός άλλη μία εξουσία, άλλος ένας περιορισμός. Οι άντρες φαντασιόπληκτοι μέσα στην αυταπάτη της υπερδύναμής τους και οι γυναίκες πανέτοιμες να υιοθετήσουν και να αποτυπώσουν την κάθε επιθυμία και συμπεριφορά του αρχηγού συζύγου.]
Ο έφηβος - μία πεταλούδα σε γύψο, ολόκληρος ο ίδιος μια ανάγκη αναχώρησης από την ‘Ιθάκη’ (του καθενός), πέρα από την κανονικότητα που επιβάλει η τάξη. Μία έμφυτη ανάγκη που επιτάσσει να σπάσει ο γύψος, να ανοίξουν διάπλατα πολύχρωμα φτερά μπροστά στους κόσμους της εμπειρίας που προσφέρονται στο πλατό των αισθήσεων και του νου. ‘Εφηβεία’· λέξη-κλειδί για τους ενήλικες, έννοια ‘αρρώστια’- που δε μπορεί θα περάσει - παίρνοντας μαζί και την ανασφάλεια που προκαλεί στον οίκο. Ο έφηβος «αντριεύει και αντιρριέται και το δείχνει» μέσα από τη ζωτική του ενέργεια.
Είναι όμως στο δεύτερο μισό του βιβλίου που ο χαρακτήρας κάνει βουτιά σε πιο σκοτεινά μονοπάτια, ανακαλύπτει και ψηλαφίζει την (παρά)ξενη φύση του ανθρώπου σε σχέση με το Φόβο και τη μικρότητα που προκαλεί, το στένεμα του χωροχρόνου που αυτός φέρνει. Η παρουσίαση του θείου στρατιωτικού Λέοντα, με τη θεία Σταυρακούλα πρόθυμη να εκτελέσει σχεδόν ηδονικά όλες τις εντολές του μέσα σε ένα νευρωτικό πλαίσιο αυστηρότητας, εισάγει στην ατμόσφαιρα της Χούντας και της αμφιλεγόμενης Μεταπολίτευσης. Ο πατέρας γιατί σιωπά άνετα μέσα στη “Βίλλα Τζένη”; Τα ουρλιαχτά άραγε έπαψαν με το γκρέμισμα των φυλακών Αβέρωφ; Τα κενά στα σχολικά βιβλία Ιστορίας επουλώθηκαν;
[“Η αγέλη των μύθων δεν εύρισκε λειμώνες ελεύθερους και ερρικνώθει”, “Τα φορτία μας πυκνώνουν και αγριαίνονται, επειγόμεθα για μια ευρυχωρία”, αποφθέγματα του φιλολόγου Βασίλη Κουτσούγερα, επαναλαμβάνουν το μοτίβο του στενεμένου χώρου και του στενεμένου λόγου. Αναδύεται έτσι μια καθημερινότητα ξεγυμνωμένη πια από τον ρομαντισμό και τη μεταφορά του μύθου, πιο στυγνή, πιο βαρετή, πιο αγοραία... Οι ρυθμοί των παλμών επιταχύνονται μέσα στο νοητό κελί, καθώς τα ευρηματικά ασύνδετα σχήματα έντασης και οργής προκαλούν έντονη συναισθηματική αναστάτωση στον αναγνώστη θυμίζοντας αγώνα ανώμαλου δρόμου Αλέξανδρου Κοτζιά.]
Ο Νοματαίος είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, όπου ο έφηβος μεγαλώνει απλώνοντας χέρι στη γνώση του καρπού ενός απαγορευμένου δέντρου, αποκτώντας και την επίγνωση ότι η αλήθεια και η δικαιοσύνη είναι έννοιες δύσκολες και ζόρικες. Επιπλέον αποκτά τη γνώση του μεγάλου ρόλου που παίζει ο χειριστής Φόβος. Το μεγάλο δέντρο στο χωριό, ο γίγαντας Φράξος, κόβεται στα δυο από το μανιασμένο αστροπελέκι, σηματοδοτώντας το τέλος της αθωότητας και τη ρήξη που θα πυροδοτήσει η φυλακή του σχολείου. Ένα Σχολείο παραφθορά δικαστηρίων, με τους διαδρόμους και τις πόρτες του Κάφκα. Κλειστοφοβικό θέατρο ο βροντερός μονόλογος της φωνής του δικαστή-καθηγητή. Το μονοπώλιο του λόγου και η εξουσία∙ ένας ρόλος, του οποίου τη μάσκα ο ήρωας θα ξεσκεπάσει κάνοντας την υπέρβαση και αποχωρώντας από τη σκηνή με τα δυστοπικά της τείχη.
Η πόρτα γέρνει ανοιχτή και διφορούμενη, ειρωνική, πικρή, απελευθερωτική, κι ο καθείς επιλέγει.
“Ποιον να πρωτοφοβηθεί άραγε ο κάθε νοματαίος;”
Πηγή:http://www.bookpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου