Εμπήκα μέσα στην απέραντη εκκλησιά,
που ανθρώπου χέρι δεν την έχει κτίσει
και πέρα ως πέρα έχει σκεπή τον ουρανό,
στην εκκλησιά, πούχει στολίδια της την φύση!
Τα δέντρα, σαν κατάρτια δίχως τελειωμό,
με τα γερά κλαδιά τους απλωμένα,
χέρια πιστών έμοιαζαν κείνο το πρωί
για κάποια δέηση όλα μαζ’ υψωμένα!
Του δάσους ψέλναν οι αναρίθμητες φωνές
σεμνά της Κυριακής τη λειτουργία
κι’ έχυναν τ’ ανθουλάκι αντί λιβανωτό
το μύρο τους για την ημέρα την αγία!
Καντήλια και λαμπάδες είχαν αναφτεί
από την κάθε μιά του ηλίου αχτίδα.
Παντού ο ύμνος εσκορπιώνταν της χαράς
κι’ έλαμπε της ζωής άσβηστη η ελπίδα!
Στον άγιον τόπο μακρινός προσκυνητής
γονάτισε μ’ ευλάβεια κ’ ψυχή μου
και τότε ενώθηκε, σα μέσα σ’ εκκλησιά
στης Κυριακής την προσευχή
Της Μαρίας Μπόταση
Η Μαρία Ιωάννου Μπόταση, ήταν ποιήτρια, αδελφή της γιαγιάς μου Εφροσύνης Ιωάννου Μπόταση, και έζησε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής της, στις Σπέτσες, στο αγρόκτημα του πατέρα της "Η ΧΑΡΑ", όπου και απεβίωσε το 1962 σε ηλικία 83 χρονών. Το πατρικό της σπίτι, όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια, ήταν ένα τριώροφο αρχοντικό στην Αθήνα, στην οδό Βασ. Σοφίας 45.
ΑπάντησηΔιαγραφή